- πρεσβευτάς
- πρεσβευτά̱ς , πρεσβευτήςambassadormasc acc plπρεσβευτά̱ς , πρεσβευτήςambassadormasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PRAETORIAE Provinciae — dictae sunt X. provinciae, quas Strabo enumerat, l. 17. sub fin. Ex provinciis enim, quae Populo assignatae sunt, in divisione per Augustum institutâ, duae quidem Proconsulares erant, quibus qui praeerant, Proconsules dicti sunt, Africa nempe et… … Hofmann J. Lexicon universale
εξαποστέλλω — και ξαποστέλνω (AM ἐξαποστέλλω και ξαποστέλνω) στέλνω έξω, μακριά («ἐξαπέστειλαν πρεσβευτὰς πρὸς Ἀντίοχον», Πολ.) νεοελλ. ειρων. ξεπροβοδώνω κάποιο, τόν αποπέμπω βιαίως, τόν διώχνω, τόν ξεφορτώνομαι μσν. στέλνω πίσω αρχ. 1. αφήνω έναν αιχμάλωτο… … Dictionary of Greek
καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… … Dictionary of Greek
καταρχή — καταρχή, ἡ (Α) 1. αρχή, έναρξη («ἀπὸ δὲ ταύτης τῆς καταρχῆς Ῥωμαῑοι μὲν εὐθέως ἄλλους πρεσβευτὰς ἐξαπέστειλαν πρὸς Κορινθίους», Πολ.) 2. αστρολ. η πρόβλεψη μιας κατάστασης με την παρατήρηση τών αστέρων, η προμάντευση 3. εξουσία κυριαρχία 4. η… … Dictionary of Greek